Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας turn against
γ΄ ενικό ενεστώτα turns against
αόριστος turned against
παθητική μετοχή turned against
ενεργητική μετοχή turning against

  Ετυμολογία επεξεργασία

turn against < → δείτε τις λέξεις turn και against

  Ρήμα επεξεργασία

turn against (en)

  • γυρίζω εναντίον, στρέφω εναντίον, σταματώ ή κάνω κάποιον να σταματήσει να είναι φιλικός με κάποιον
    Later on he turned against me.
    Αργότερα γύρισε εναντίον μου
    They all turned against me.
    Όλοι στράφηκαν εναντίον μου.
    Public opinion started turning against him.
    Η κοινή γνώμη άρχισε να στρέφεται εναντίον του.
     συνώνυμα: turn on

  Πηγές επεξεργασία