against
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαagainst (en)
- εναντίον, κατά, αντιτίθεμαι ή διαφωνώ με κάποιον ή κάτι
- ⮡ Why are you against her?
- Γιατί είσαι εναντίον της;
- ⮡ We are against war.
- Είμαστε κατά του πολέμου.
- ⮡ Why are you against her?
- αντίθετα σε
- against the current - αντίθετα στο ρεύμα
- σε αντίθεση με
- He refused to obey against everyone else
- κοντά σε
- μπροστά σε (κάτι που λειτουργεί ως φόντο)
- he saw him against the door - τον είδε μπροστά στην πόρτα
- σε
- The puppy rested its head against a paw.
- πάνω σε
- The rain pounds against the window.
- έναντι, σε αντάλλαγμα για, ως αντιστάθμισμα για