αντάλλαγμα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντάλλαγμα < αρχαία ελληνική ἀντάλλαγμα < ἀνταλλάσσω < ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂élyos
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αντάλλαγμα ουδέτερο
Επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ανταλλάσσω, αλλάζω και άλλος