ἀλλάσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ἀλλάσσω < ἄλλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂élyos
ΡήμαΕπεξεργασία
ἀλλάσσω και ἀλλάττω και ἀλλαντόττω στην αττική αργότερα
- αλλάζω, μεταβάλλω
- συναλλάσσομαι στην αγορά, κάνω εμπόριο
- ἀλλάττεσθαι, ἄλλοθι δὲ μηδαμοῦ, μηδ᾽ ἐπὶ ἀναβολῇ πρᾶσιν μηδὲ ὠνὴν ποιεῖσθαι μηδενός: ἐὰν δὲ ἄλλως ἢ ἐν ἄλλοις τόποις ὁτιοῦν ἀνθ᾽ ὁτουοῦν διαμείβηται ἕτερος ἄλλῳ, πιστεύων πρὸς ὃν ἂν ἀλλάττηται (Πλάτων, Νόμοι, 915)
- ανταλλάσσω, αντιπαρέχω, δίνω σε αντάλλαγμα
- ἔτλα καὶ Δανάας οὐράνιον φῶς ἀλλάξαι δέμας ἐν χαλκοδέτοις αὐλαῖς : Και της Δανάης το κορμί υπόμενε να κάνη αλλαξιά το φως τ’ ουρανού με χαλκοδεμένη κατοικία.(Σοφοκλής, Αντιγόνη, 944, απόδοση Κ. Χρηστομάνου)
- τῆς σῆς λατρείας τὴν ἐμὴν δυσπραξίαν, σαφῶς ἐπίστασ᾽, οὐκ ἂν ἀλλάξαιμ᾽ ἐγώ. : με τη δική σου δουλωσύνη εγώ τη δική μου δυστυχία δεν θάθελα να την αλλάξω, γνώριζέ το (Αισχύλος, Προμηθέας Δεσμώτης, 967, απόδοση Ιωάννης Ζερβός)
- εκδικούμαι
- ἀφῖγμαι δ᾽ ἐκ θεοῦ μυστηρίων Ἀργεῖον οὖδας οὐδενὸς ξυνειδότος, φόνον φονεῦσι πατρὸς ἀλλάξων ἐμοῦ : φτάνω απο το μαντείο των Δελφών εις το Άργος χωρίς να το ηξεύρει κανείς, για να εκδικήσω τον θάνατο του πατέρα μου (Ευριπίδης, Ηλέκτρα, 89, απόδοση Αγγ. Τανάγρα έκδοση 1910)
- μετακινούμαι, αλλάζω θέση
- νῦν οὖν — ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ᾽ ἀναίρεται — ἔξω τρίβου τοῦδ᾽ ἴχνος ἀλλαξώμεθα'. ἢ γάρ τις ἀροτὴρ ἤ τις οἰκέτις γυνὴ φανήσεται : Τώρα λοιπόν, επειδή η αυγή αρχίζει να φωτίζη, ας περιπατώμεν εδώ εις το μονοπάτι έξω από τον δρόμο, διότι κάποιος γεωργός ή υπηρέτρια θα φανή (Ευριπίδης, Ηλέκτρα, 103, απόδοση Αγγ. Τανάγρα έκδοση 1910)
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ἀπαλλάσσω
- ἀπαλλαξείω
- διαλλάσσω
- ἐξαλλάσσω
- μεταλλάσσω
- συναλλάσσω
- παραλλάσσω
- ἐναλλάσσω
- ἀνταλλάσσω
- καταλλάσσω
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Αρχικοί ΧρόνοιΕπεξεργασία
Αρχικοί Χρόνοι | Ενεργητική Φωνή | Μέση-Παθητική Φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἀλλάσσω / ἀλλάττω | ἀλλάσσομαι / ἀλλάττομαι |
Παρατατικός | ἤλλασσον / ἤλλαττον | ἠλλασσόμην / ἠλλαττόμην |
Μέλλοντας | ἀλλάξω | ἀλλάξομαι / ἀλλαχθήσομαι / ἀλλαγήσομαι |
Αόριστος | ἤλλαξα | ἠλλαξάμην / ἠλλάχθην / ἠλλάγην |
Παρακείμενος | ἤλλαχα | ἤλλαγμαι |
Υπερσυντέλικος | ἠλλάγμην / ἠλλαγμένος ἦν | |
Συντελεσμένος Μέλλοντας | (απ)ηλλάξομαι / ἠλλαγμένος ἔσομαι |
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- ο παθ. παρακείμενος στην οριστική κλίνεται ως εξής: ἤλλαγμαι, ἤλλαξαι, ἤλλακται, ἠλλάγμεθα, ἤλλαχθε, ἠλλαγμένοι εἰσί(ν)
- ο παθ. υπερσυντέλικος κλίνεται ως εξής: ἠλλάγμην, ἤλλαξο, ἤλλακτο, ἠλλάγμεθα, ἤλλαχθε, ἠλλαγμένοι ἦσαν