Δείτε επίσης: ἐκδικοῦμαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκδικούμαι < (ελληνιστική κοινήἐκδικέομαι / ἐκδικοῦμαι < αρχαία ελληνική ἐκδικέω / ἐκδικῶ < ἐκ + δίκη

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ek.ðiˈku.me/

εκδικούμαι (μετβ και αμετβ)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία