εκδικήτρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδικήτρα | οι | εκδικήτρες |
γενική | της | εκδικήτρας | — | |
αιτιατική | την | εκδικήτρα | τις | εκδικήτρες |
κλητική | εκδικήτρα | εκδικήτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαεκδικήτρα
- → δείτε τη λέξη εκδικητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκδικήτρα
|