Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκδικητής οι εκδικητές
      γενική του εκδικητή των εκδικητών
    αιτιατική τον εκδικητή τους εκδικητές
     κλητική εκδικητή εκδικητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκδικητής < αρχαία ελληνική ἐκδικητής < εκδικούμαι + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.ði.ciˈtis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκδικητής αρσενικό (θηλυκό εκδικήτρια)

  1. αυτός που εκδικείται, που παίρνει εκδίκηση για μια άδικη πράξη
    • Ο Μασκοφόρος Εκδικητής

  Μεταφράσεις επεξεργασία