αντεκδίκηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντεκδίκηση | οι | αντεκδικήσεις |
γενική | της | αντεκδίκησης* | των | αντεκδικήσεων |
αιτιατική | την | αντεκδίκηση | τις | αντεκδικήσεις |
κλητική | αντεκδίκηση | αντεκδικήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντεκδικήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντεκδίκηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα τού αντεκδικούμαι, το σύνολο των ενεργειών ή των λόγων που αποσκοπούν στο να ανταποδώσουμε την εκδίκηση