Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vengeance (en) (μη μετρήσιμο)

  • η εκδίκηση που παίρνει κανείς για μία προσβολή ή οποιαδήποτε άλλη βλαπτική ενέργεια
    I seek vengeance against someone.
    Ζητώ εκδίκηση εναντίον κάποιου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη revenge

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
vengeance vengeances

  Ουσιαστικό επεξεργασία

vengeance (fr) θηλυκό