αντεκδικούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντεκδικούμαι < αντ- + εκδικούμαι
Ρήμα
επεξεργασίααντεκδικούμαι
- εφαρμόζω αντεκδίκηση, ανταποδίδω κάποιο κακό που μου έχει γίνει, προκειμένου να εκδικηθώ
Συγγενικά
επεξεργασία- αντεκδίκηση
- αντεκδικητής
- αντεκδικητικά
- αντεκδικητικός
- αντεκδικήτρα
- → δείτε τις λέξεις αντί, εκδικούμαι και δίκη