revenge
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασία- η εκδίκηση, η αντεκδίκηση, τα αντίποινα, η ανταπόδοση, βγάζω το άχτι μου
- ⮡ I seek revenge against someone.
- Ζητώ εκδίκηση εναντίον κάποιου.
- ⮡ He did it out of revenge.
- Το έκανε από αντεκδίκηση.
- ⮡ brutal revenge - κτηνώδη αντίποινα
- ⮡ There will come a day for revenge.
- Θα έρθει ημέρα ανταπόδοσης.
- ⮡ The time has come to take my revenge.
- Ήρθε η ώρα να βγάλω το άχτι μου.
- ≈ συνώνυμα: payback, reprisal, retaliation, retribution, vengeance
- ⮡ I seek revenge against someone.
Πηγές
επεξεργασία- revenge - Cambridge Dictionary online
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 74, 80, 151, 267. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανταπόδοση, αντεκδίκηση, άχτι, αντίποινα, εκδίκηση