Ετυμολογία

επεξεργασία
άχτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ahd, ahid (όρκος, υπόσχεση)[1] < αραβική عهِد (ahd)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

άχτι ουδέτερο άκλιτο (μόνο στην ονομαστική του ενικού, σπανίως στον πληθυντικό άχτια, ποιητικό)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία