Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
grudge grudges

  Ουσιαστικό επεξεργασία

grudge (en)

  • το άχτι
    I have a grudge against him.
    Τον έχω άχτι.

  Πηγές επεξεργασία