μισώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μισώ < μισῶ < αρχαία ελληνική μισέω, -ῶ < μῖσος
Ρήμα
επεξεργασίαμισώ
- έχω εχθρική διάθεση εναντίον ενός ανθρώπου ή κατάστασης, απεχθάνομαι κάποιον ή κάτι
Συνώνυμα
επεξεργασία- τρέφω μίσος (για κάποιον) : εχθρεύομαι / μισώ κάποιον
- σιχαίνομαι
- απεχθάνομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- μισαλλοδοξία, μισαλλόδοξος
- μισανδρία, μίσανδρος
- μισανθρωπία, μισάνθρωπος
- μισέλληνας, μισελληνικός, μισελληνισμός
- μισητά, μισητός
- μισογύνης, μισογυνία, μισογυνισμός
- μισονεϊσμός, μισονεϊστής
- μισόξενος
- μίσος
Σημειώσεις
επεξεργασίαΠροσοχή! πολλές λέξεις που αρχίζουν από μισ- ή μισο- σημαίνουν κάτι το ατελείωτο, το λειψό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΟμώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μισώ | μισούσα | θα μισώ | να μισώ | μισώντας | |
β' ενικ. | μισείς | μισούσες | θα μισείς | να μισείς | (μίσει) | |
γ' ενικ. | μισεί | μισούσε | θα μισεί | να μισεί | ||
α' πληθ. | μισούμε | μισούσαμε | θα μισούμε | να μισούμε | ||
β' πληθ. | μισείτε | μισούσατε | θα μισείτε | να μισείτε | μισείτε | |
γ' πληθ. | μισούν(ε) | μισούσαν(ε) | θα μισούν(ε) | να μισούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μίσησα | θα μισήσω | να μισήσω | μισήσει | ||
β' ενικ. | μίσησες | θα μισήσεις | να μισήσεις | μίσησε | ||
γ' ενικ. | μίσησε | θα μισήσει | να μισήσει | |||
α' πληθ. | μισήσαμε | θα μισήσουμε | να μισήσουμε | |||
β' πληθ. | μισήσατε | θα μισήσετε | να μισήσετε | μισήστε | ||
γ' πληθ. | μίσησαν μισήσαν(ε) |
θα μισήσουν(ε) | να μισήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μισήσει | είχα μισήσει | θα έχω μισήσει | να έχω μισήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μισήσει | είχες μισήσει | θα έχεις μισήσει | να έχεις μισήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μισήσει | είχε μισήσει | θα έχει μισήσει | να έχει μισήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μισήσει | είχαμε μισήσει | θα έχουμε μισήσει | να έχουμε μισήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μισήσει | είχατε μισήσει | θα έχετε μισήσει | να έχετε μισήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μισήσει | είχαν μισήσει | θα έχουν μισήσει | να έχουν μισήσει |
|