μισονεϊστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μισονεϊστής < μισονεϊσμός + -ιστής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμισονεϊστής αρσενικό
- (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς τους νέους
- (λόγιο) αυτός που εκδηλώνει μίσος / αντιπάθεια προς το νέο, το καινούργιο, τις νέες ιδέες
Μεταφράσεις
επεξεργασία μισονεϊστής
|