Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μισονεϊσμός οι μισονεϊσμοί
      γενική του μισονεϊσμού των μισονεϊσμών
    αιτιατική τον μισονεϊσμό τους μισονεϊσμούς
     κλητική μισονεϊσμέ μισονεϊσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μισονεϊσμός < μισώ + -ο- + νέος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μισονεϊσμός αρσενικό

  1. (λόγιο) μίσος / αντιπάθεια προς τους νέους
     αντώνυμα: φιλονεϊσμός
    ※  Πρέπει να προσέξουμε πολύ αυτή τη διάκριση, γιατί μας εξηγεί πολλά φαινόμενα της ζωής μας. Αν η πρόοδος είναι δύναμη γονιμοποιός, γιατί προσφέρει θετικά πράγματα, η προοδοπληξία αποτελεί κίνδυνο, γιατί είναι άγονη άρνηση. Αν η συντήρηση είναι ωφέλιμη και σκόπιμη στην κίνηση της ζωής, η αντιδραστικότητα με τον εμπαθή μισονεϊσμό της είναι σωστή συμφορά. Και οι δύο ακρότητες όπλα τους έχουν το μονολιθικό τους δογματισμό και την ανοικτίρμονα διαβολή του αντιπάλου. Δεν αντιτίθενται με το συγκαταβατικό χαμόγελο της επιείκειας, όπως ο ορμητικός έφηβος προς τον ώριμο άντρα, αλλά με μωρίες και λύσσα, καθώς το τρελόπαιδο προς τον ξεμωραμένο γέρο. (Ε. Π. Παπανούτσος, Πρόοδος και συντήρηση, (απόσπ.), Εφήμερα, επίκαιρα, ανεπίκαιρα, εκδ. Ίκαρος Αθήνα, 1980)
  2. (λόγιο) μίσος / αντιπάθεια προς το νέο, το καινούργιο, τις νέες ιδέες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία