μισονεϊστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισονεϊστικός < μισονεϊστής + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
μισονεϊστικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με τον μισονεϊσμό ή τον μισονεϊστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισονεϊστικός
|