αντιδραστικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αντιδραστικότητα < αντιδραστικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντιδραστικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του αντιδραστικού
- η ικανότητα αντίδρασης
- η ικανότητα να αντιλαμβάνεσαι το περιβάλλον να αντιδράς στις αλλαγές που συντελούνται σε αυτό μέσα σε ένα εύλογο χρονικό
διάστημα
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιδραστικότητα