Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιδραστικός η αντιδραστική το αντιδραστικό
      γενική του αντιδραστικού της αντιδραστικής του αντιδραστικού
    αιτιατική τον αντιδραστικό την αντιδραστική το αντιδραστικό
     κλητική αντιδραστικέ αντιδραστική αντιδραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιδραστικοί οι αντιδραστικές τα αντιδραστικά
      γενική των αντιδραστικών των αντιδραστικών των αντιδραστικών
    αιτιατική τους αντιδραστικούς τις αντιδραστικές τα αντιδραστικά
     κλητική αντιδραστικοί αντιδραστικές αντιδραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιδραστικός < αντιδρώ + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιδραστικός -ή -ό

  1. που αντιδρά
  2. που σχετίζεται με την αντίδραση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  3. οπισθοδρομικός, συντηρητικός
     αντώνυμα: προοδευτικός, φιλελεύθερος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία