Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁe.ak.sjɔ.nɛʁ/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
réactionnaire réactionnaires

réactionnaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό