Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προδραστικότητα οι προδραστικότητες
      γενική της προδραστικότητας των προδραστικοτήτων
    αιτιατική την προδραστικότητα τις προδραστικότητες
     κλητική προδραστικότητα προδραστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

προδραστικότητα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προδραστικότητα θηλυκό

  • η ικανότητα να ενεργείς κατά τρόπο τέτοιο ούτως ώστε να επιφέρεις αλλαγή στο περιβάλλον σου

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία