προδραστικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προδραστικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
προδραστικότητα θηλυκό
- η ικανότητα να ενεργείς κατά τρόπο τέτοιο ούτως ώστε να επιφέρεις αλλαγή στο περιβάλλον σου
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προδραστικότητα
|