φιλονεϊστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφιλονεϊστής αρσενικό
- αυτός που αγαπά την νέα γενιά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλονεϊστής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)