μίσανδρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μίσανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μίσανδρος < (μισῶ) μίσ- + -ανδρος (ἀνήρ)
Επίθετο επεξεργασία
μίσανδρος, -η, -ο
- αυτός που μισεί το ανδρικό φύλο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μίσανδρος
|