hate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hate | hates |
hate (en)
- (μη μετρήσιμο) το μίσος
- (ανεπίσημο) ένα άτομο ή ένα πράγμα που μισώ
- ⮡ Plastic flowers are one of my particular hates.
- Τα πλαστικά λουλούδια είναι ένα από τα πράγματα που σιχαίνομαι.
- ⮡ Plastic flowers are one of my particular hates.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | hate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hates |
αόριστος | hated |
παθητική μετοχή | hated |
ενεργητική μετοχή | hating |
hate (en) (όχι συνήθως στα continuous tenses)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μισώ, σιχαίνομαι, απεχθάνομαι
- ⮡ I don’t hate you.
- Δεν σε μισώ.
- ⮡ I hate being interrupted/working overtime.
- Σιχαίνομαι να με διακόπτουν/να κάνω υπερωρίες.
- ≈ συνώνυμα: can’t stand, abhor, abominate, despise, detest και loathe, → και δείτε Wikisaurus:hate
- ⮡ I don’t hate you.
- (χωρίς παθητική φωνή, hate to) λυπάμαι πάρα πολύ, χρησιμοποιείται όταν λέω κάτι που θα προτιμούσα να μην χρειάζεται να πω ή όταν ζητώ ευγενικά να κάνω κάτι
- ⮡ I hate to bother you, but…
- Λυπάμαι πολύ που σας ενοχλώ, αλλά…
- ⮡ I hate to bother you, but…