σιχαίνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σιχαίνομαι < (ελληνιστική κοινή) σικχαίνω < σικχός
Ρήμα
επεξεργασίασιχαίνομαι, πρτ.: σιχαινόμουν, στ.μέλλ.: θα σιχαθώ, αόρ.: σιχάθηκα, μτχ.π.π.: σιχαμένος
- θεωρώ κάτι τόσο αηδιαστικό, ώστε να αποφεύγω την επαφή μαζί του
- μπουχτίζω (για να αποδοθεί το αίσθημα του κορεσμού)
- τώρα τελευταία έχω φάει τόσο πολύ κρέας που το σιχάθηκα
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σιχαίνομαι | σιχαινόμουν(α) | θα σιχαίνομαι | να σιχαίνομαι | ||
β' ενικ. | σιχαίνεσαι | σιχαινόσουν(α) | θα σιχαίνεσαι | να σιχαίνεσαι | (σιχαίνου) | |
γ' ενικ. | σιχαίνεται | σιχαινόταν(ε) | θα σιχαίνεται | να σιχαίνεται | ||
α' πληθ. | σιχαινόμαστε | σιχαινόμαστε σιχαινόμασταν |
θα σιχαινόμαστε | να σιχαινόμαστε | ||
β' πληθ. | σιχαίνεστε | σιχαινόσαστε σιχαινόσασταν |
θα σιχαίνεστε | να σιχαίνεστε | (σιχαίνεστε) | |
γ' πληθ. | σιχαίνονται | σιχαίνονταν σιχαινόντουσαν |
θα σιχαίνονται | να σιχαίνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σιχάθηκα | θα σιχαθώ | να σιχαθώ | σιχαθεί | ||
β' ενικ. | σιχάθηκες | θα σιχαθείς | να σιχαθείς | σιχάσου | ||
γ' ενικ. | σιχάθηκε | θα σιχαθεί | να σιχαθεί | |||
α' πληθ. | σιχαθήκαμε | θα σιχαθούμε | να σιχαθούμε | |||
β' πληθ. | σιχαθήκατε | θα σιχαθείτε | να σιχαθείτε | σιχαθείτε | ||
γ' πληθ. | σιχάθηκαν σιχαθήκαν(ε) |
θα σιχαθούν(ε) | να σιχαθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σιχαθεί | είχα σιχαθεί | θα έχω σιχαθεί | να έχω σιχαθεί | σιχαμένος | |
β' ενικ. | έχεις σιχαθεί | είχες σιχαθεί | θα έχεις σιχαθεί | να έχεις σιχαθεί | ||
γ' ενικ. | έχει σιχαθεί | είχε σιχαθεί | θα έχει σιχαθεί | να έχει σιχαθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σιχαθεί | είχαμε σιχαθεί | θα έχουμε σιχαθεί | να έχουμε σιχαθεί | ||
β' πληθ. | έχετε σιχαθεί | είχατε σιχαθεί | θα έχετε σιχαθεί | να έχετε σιχαθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σιχαθεί | είχαν σιχαθεί | θα έχουν σιχαθεί | να έχουν σιχαθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία σιχαίνομαι