παραθετικά
θετικός fed up
συγκριτικός more fed up
υπερθετικός most fed up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fed up < → δείτε τις λέξεις fed και up

  Επίθετο

επεξεργασία

fed up (en) (ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό)

  • μπουχτίζω, σιχαίνομαι, βαριέμαι ή είμαι δυσαρεστημένος, ειδικά με μια κατάσταση που συνεχίζεται για πάρα πολύ καιρό
    ⮡  I am fed up with his lectures.
    Μπούχτισα τις συμβουλές του.
    ⮡  He seemed fed up with life.
    Φαινόταν μπουχτισμένος από τη ζωή.
    ⮡  I am fed up with politics.
    Σιχάθηκα την πολιτική.