Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουχτίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بیقمق (τουρκική bıkmak) στον αόριστο bıktım

μπουχτίζω, αόρ.: μπούχτισα, μτχ.π.π.: μπουχτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. νιώθω κορεσμό και δεν θέλω άλλο
    το μπούχτισα το κρέας, ας φάμε και κανένα λαχανικό
  2. δυσφορώ από κάτι που συνεχίζεται, βαριέμαι
    μπούχτισα πια όλο κουβέντα, κουβέντα

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία