μπουχτίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουχτίζω < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική بیقمق (τουρκική bıkmak) στον αόριστο bıktım
Ρήμα
επεξεργασίαμπουχτίζω, αόρ.: μπούχτισα, μτχ.π.π.: μπουχτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- νιώθω κορεσμό και δεν θέλω άλλο
- ⮡ το μπούχτισα το κρέας, ας φάμε και κανένα λαχανικό
- δυσφορώ από κάτι που συνεχίζεται, βαριέμαι
- ⮡ μπούχτισα πια όλο κουβέντα, κουβέντα
Παράγωγα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπουχτίζω | μπούχτιζα | θα μπουχτίζω | να μπουχτίζω | μπουχτίζοντας | |
β' ενικ. | μπουχτίζεις | μπούχτιζες | θα μπουχτίζεις | να μπουχτίζεις | μπούχτιζε | |
γ' ενικ. | μπουχτίζει | μπούχτιζε | θα μπουχτίζει | να μπουχτίζει | ||
α' πληθ. | μπουχτίζουμε | μπουχτίζαμε | θα μπουχτίζουμε | να μπουχτίζουμε | ||
β' πληθ. | μπουχτίζετε | μπουχτίζατε | θα μπουχτίζετε | να μπουχτίζετε | μπουχτίζετε | |
γ' πληθ. | μπουχτίζουν(ε) | μπούχτιζαν μπουχτίζαν(ε) |
θα μπουχτίζουν(ε) | να μπουχτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπούχτισα | θα μπουχτίσω | να μπουχτίσω | μπουχτίσει | ||
β' ενικ. | μπούχτισες | θα μπουχτίσεις | να μπουχτίσεις | μπούχτισε | ||
γ' ενικ. | μπούχτισε | θα μπουχτίσει | να μπουχτίσει | |||
α' πληθ. | μπουχτίσαμε | θα μπουχτίσουμε | να μπουχτίσουμε | |||
β' πληθ. | μπουχτίσατε | θα μπουχτίσετε | να μπουχτίσετε | μπουχτίστε | ||
γ' πληθ. | μπούχτισαν μπουχτίσαν(ε) |
θα μπουχτίσουν(ε) | να μπουχτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπουχτίσει | είχα μπουχτίσει | θα έχω μπουχτίσει | να έχω μπουχτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπουχτίσει | είχες μπουχτίσει | θα έχεις μπουχτίσει | να έχεις μπουχτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπουχτίσει | είχε μπουχτίσει | θα έχει μπουχτίσει | να έχει μπουχτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπουχτίσει | είχαμε μπουχτίσει | θα έχουμε μπουχτίσει | να έχουμε μπουχτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπουχτίσει | είχατε μπουχτίσει | θα έχετε μπουχτίσει | να έχετε μπουχτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπουχτίσει | είχαν μπουχτίσει | θα έχουν μπουχτίσει | να έχουν μπουχτίσει |
|