Ετυμολογία

επεξεργασία
have had enough < → δείτε τις λέξεις have, had και enough

  Έκφραση

επεξεργασία

have had enough (en)

  • (ιδιωματισμός) μπουχτίζω, χρησιμοποιείται όταν κάτι ή κάποιος με ενοχλεί και δεν θέλω πια να το κάνω, να το έχω ή να το δω
    ⮡  I have had enough of this music.
    Τη μπούχτισα αυτή τη μουσική.
    ⮡  I’ve had enough of eating/of listening to the same old things.
    Μπούχτισα να τρώω/να ακούω τα ίδια και τα ίδια.