enough
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Αντωνυμία επεξεργασία
enough (en)
- αρκετός, που επαρκεί, που φτάνει, που βγαίνει, είναι όσος χρειάζεται
- ↪ Is ten pounds enough?
- Είναι αρκετές δέκα λίρες;
- ↪ It costs enough.
- Κοστίζει αρκετά.
- ↪ The money is not enough for vacation.
- Τα λεφτά δεν επαρκούν για διακοπές.
- ↪ There is enough for two suits from this piece of fabric.
- Βγαίνουν δυο κοστούμια από αυτό το κομμάτι ύφασμα.
- ↪ Is ten pounds enough?
Επίρρημα επεξεργασία
enough (en)
- αρκετά, που επαρκεί, που φτάνει, είναι όσος χρειάζεται αλλά όχι πολύ
- ↪ He is old enough to marry.
- Είναι αρκετά μεγάλος για να παντρευτεί.
- ≈ συνώνυμα: sufficiently
- ↪ He is old enough to marry.
- αρκετά, που επαρκεί, που φτάνει, είναι όσος χρειάζεται
- αρκετά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει έμφαση μετά από ορισμένα επιρρήματα
- ↪ strangely enough - αρκετά περίεργα
Επιφώνημα επεξεργασία
enough! (en)
- αρκετά!
- ↪ Enough! How many times do I have to tell you so that you understand?
- Αρκετά! Πόσες φορές να σου το πω για να καταλάβεις;
- ↪ Enough! How many times do I have to tell you so that you understand?
Προσδιοριστής επεξεργασία
enough (en)
- αρκετός, που επαρκεί, που φτάνει, είναι όσος χρειάζεται
- ↪ We have enough bread.
- Έχουμε αρκετό ψωμί.
- ↪ He has enough money to live.
- Έχει αρκετά χρήματα για να ζήσει.
- ≈ συνώνυμα: sufficient
- ↪ We have enough bread.
Σημειώσεις επεξεργασία
- χρησιμοποιείται μόνο πριν από τα πληθυντικά ή τα αμέτρητα ουσιαστικά
Πηγές επεξεργασία
- enough (determiner) - Oxford Learner's Dictionaries
- enough (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- enough (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 123, 162, 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: αρκετά, βγαίνω, επαρκώ