Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπουχτισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπουχτισμέν
ος
η
μπουχτισμέν
η
το
μπουχτισμέν
ο
γενική
του
μπουχτισμέν
ου
της
μπουχτισμέν
ης
του
μπουχτισμέν
ου
αιτιατική
τον
μπουχτισμέν
ο
την
μπουχτισμέν
η
το
μπουχτισμέν
ο
κλητική
μπουχτισμέν
ε
μπουχτισμέν
η
μπουχτισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπουχτισμέν
οι
οι
μπουχτισμέν
ες
τα
μπουχτισμέν
α
γενική
των
μπουχτισμέν
ων
των
μπουχτισμέν
ων
των
μπουχτισμέν
ων
αιτιατική
τους
μπουχτισμέν
ους
τις
μπουχτισμέν
ες
τα
μπουχτισμέν
α
κλητική
μπουχτισμέν
οι
μπουχτισμέν
ες
μπουχτισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπουχτισμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
μπουχτίζω
Μετοχή
επεξεργασία
μπουχτισμένος, -η, -ο
που έχει
μπουχτίσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπουχτισμένος
αγγλικά
:
fed up
(en)
,
be tired of
(en)
,
jaded
(en)
γαλλικά
:
excédé
(fr)