old
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | old |
συγκριτικός | older / elder |
υπερθετικός | oldest / eldest |
Επίθετο
επεξεργασίαold (en)
- μια καθορισμένη ηλικία
- ↪ How old is he?
- Τι ηλικία έχει;
- ↪ The Parthenon is 2,500 years old.
- Ο Παρθενώνας έχει ηλικία 2.500 χρόνων.
- ↪ How old are you?
- Πόσο χρονών είσαι;
- ↪ I am twelve/twenty years old.
- Είμαι δώδεκα/είκοσι χρονών.
- ↪ My brother is twenty months older.
- Ο αδελφός μου είναι είκοσι μήνες μεγαλύτερος.
- ↪ How old is he?
- ο γέρος, η γριά, μεγάλης ηλικίας
- ↪ He doesn’t hear well; he is very old.
- Δεν ακούει καλά· είναι πολύ γέρος.
- ↪ Old people can’t easily understand young people./The old can’t easily understand the young.
- Οι γέροι δεν μπορούν να καταλάβουν εύκολα τους νέους.
- ↪ She dresses like an old woman.
- Ντύνεται σαν γριά.
- ↪ an old sailor - ένας γέρος ναυτικός
- ↪ an old beggar - μια γριά ζητιάνα
- ↪ What are you badgering an old man for!
- Τι τον παιδεύεις γέρο άνθρωπο!
- ↪ We are all getting older./We are all growing older.
- Όλοι γερνάμε.
- ↪ He died young, he didn’t get to grow old.
- Πέθανε νέος, δεν πρόλαβε να γεράσει.
- ↪ He has no intention of getting older.
- Αυτός δεν έχει σκοπό να γεράσει.
- ↪ He doesn’t hear well; he is very old.
- παλιός, υπάρχει ή χρησιμοποιείται για μεγάλο χρονικό διάστημα
- ↪ old habits - παλιές συνήθειες
- ↪ I will gift you my old TV.
- Θα σου χαρίσω την παλιά μου τηλεόραση.
- ↪ My shoes/clothes are getting old.
- Πάλιωσαν τα παπούτσια/τα ρούχα μου.
- ↪ The older the wine gets, the better it becomes.
- Όσο παλιώνει το κρασί τόσο πιο καλό γίνεται.
- παλιός, που ανήκει σε περασμένη εποχή της ζωής μου
- ↪ an old friend/classmate - παλιός φίλος/συμμαθητής
- ↪ I am nostalgic for the good old days.
- Νοσταλγούσαν τα παλιά καλά χρόνια.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) παλιός, που έχει αντικατασταθεί από κάτι καινούριο
- ↪ an old edition - παλιά έκδοση
- ↪ That’s the old way of making it.
- Έτσι το φτιάχναμε παλιά.
- ↪ He threw out all the old furniture and bought new stuff.
- Πέταξε όλα τα παλιά έπιπλα και αγόρασε καινούρια.
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) παλιός, που είναι γνωστός εδώ και πολύ καιρό
- ↪ good old friends - παλιοί καλοί φίλοι
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό, ανεπίσημο) χρησιμοποιείται για να δείξει θερμά συναισθήματα ή έλλειψη σεβασμού
- ↪ Good old John!
- Ο καλός μας ο Γιάννης!
- ↪ Good old John!
- μπουχτίζω, παλιώνω, που είναι βαρετό μετά από πολύ καιρό
- ↪ All pleasures get old after some time.
- Μπουχτίζει κανείς με τον καιρό όλες τις ηδονές.
- ↪ This food never gets old to me.
- Αυτό το φαγητό δεν το μπουχτίζω ποτέ.
- ↪ What you’re telling us is getting old, do you have anything new to say?
- Αυτά που μας λες πάλιωσαν, έχεις να μας πεις τίποτα νέο;
- ↪ All pleasures get old after some time.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- old - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 361. ISBN 9780194325684., λήμμα: ηλικία