ενεστώτας satiate
γ΄ ενικό ενεστώτα satiates
αόριστος satiated
παθητική μετοχή satiated
ενεργητική μετοχή satiating

satiate (en) (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή)

  • μπουχτίζω, χορταίνω, κορεννύω, ικανοποιώ πλήρως και δε θέλω άλλο
    ⮡  I have been satiated with food/drink.
    Έχω μπουχτίσει το φαΐ/το πιοτό.
    ⮡  My appetite is satiated.
    Χορταίνω την όρεξη μου.
    ⮡  He satiated his thirst.
    Κόρεσε τη δίψα του.