βαριέμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βαριέμαι < μεσαιωνική ελληνική βαριοῦμαι, μεταπλασμένος τύπος του βαροῦμαι (<-έομαι)[1], παθητικός τύπος του βαρώ[2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɾˈʝe.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐ριέ‐μαι
Ρήμα
επεξεργασίαβαριέμαι (αποθετικό ρήμα), , π.αόρ.: βαρέθηκα → δείτε τις λέξεις και και βαρεμένος (αποθετικό ρήμα)
- (αμετάβατο) νιώθω βαρεμάρα, ανία, πλήξη
- ⮡ Δεν ξέρω τι να κάνω για να περάσει η ώρα. Βαριέμαι!
- (μεταβατικό) δυσανασχετώ για κάτι ή κάποιον που δε μου προκαλεί το ενδιαφέρον, μου προξενεί ανία
- ⮡ Βαρέθηκα πια την πολυλογία σου!
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαριέμαι | βαριόμουν(α) | θα βαριέμαι | να βαριέμαι | ||
β' ενικ. | βαριέσαι | βαριόσουν(α) | θα βαριέσαι | να βαριέσαι | ||
γ' ενικ. | βαριέται | βαριόταν(ε) | θα βαριέται | να βαριέται | ||
α' πληθ. | βαριόμαστε | βαριόμαστε βαριόμασταν |
θα βαριόμαστε | να βαριόμαστε | ||
β' πληθ. | βαριέστε | βαριόσαστε βαριόσασταν |
θα βαριέστε | να βαριέστε | βαριέστε | |
γ' πληθ. | βαριούνται | βαριόνταν(ε) βαριούνταν βαριόντουσαν |
θα βαριούνται | να βαριούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαρέθηκα | θα βαρεθώ | να βαρεθώ | βαρεθεί | ||
β' ενικ. | βαρέθηκες | θα βαρεθείς | να βαρεθείς | |||
γ' ενικ. | βαρέθηκε | θα βαρεθεί | να βαρεθεί | |||
α' πληθ. | βαρεθήκαμε | θα βαρεθούμε | να βαρεθούμε | |||
β' πληθ. | βαρεθήκατε | θα βαρεθείτε | να βαρεθείτε | βαρεθείτε | ||
γ' πληθ. | βαρέθηκαν βαρεθήκαν(ε) |
θα βαρεθούν(ε) | να βαρεθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βαρεθεί | είχα βαρεθεί | θα έχω βαρεθεί | να έχω βαρεθεί | ||
β' ενικ. | έχεις βαρεθεί | είχες βαρεθεί | θα έχεις βαρεθεί | να έχεις βαρεθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βαρεθεί | είχε βαρεθεί | θα έχει βαρεθεί | να έχει βαρεθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βαρεθεί | είχαμε βαρεθεί | θα έχουμε βαρεθεί | να έχουμε βαρεθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βαρεθεί | είχατε βαρεθεί | θα έχετε βαρεθεί | να έχετε βαρεθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βαρεθεί | είχαν βαρεθεί | θα έχουν βαρεθεί | να έχουν βαρεθεί |
Σημείωση: Η παθητική μετοχή βαρεμένος έχει άλλη σημασία.
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαριέμαι
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ βαριέμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας