Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός tired
συγκριτικός more tired
υπερθετικός most tired

tired (en)

  1. κουρασμένος
    ⮡  My legs are tired.
    Τα πόδια μου είναι κουρασμένα.
    ⮡  The players have gotten tired.
    Οι παίκτες έχουν κουραστεί.
    ⮡  The soccer player has got tired of running.
    Ο ποδοσφαιριστής έχει κουραστεί να τρέχει.
    ⮡  My brain was tired after so many hours at school.
    Κουράστηκε ο εγκέφαλος μου μετά από τόσες πολλές ώρες στο σχολείο.
  2. βαριέμαι, μπουχτίζω
    ⮡  I was tired of/I got tired of waiting and left.
    Βαρέθηκα να περιμένω κι έφυγα.
    ⮡  I got tired of eating/listening to the same things.
    Μπούχτισα να τρώω/να ακούω τα ίδια και τα ίδια.
  3. κοινότοπος, κλισέ, βαρετό γιατί έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ
    ⮡  The movie’s dialogue was so tired that you could guess the next line.
    Ο διάλογος της ταινίας ήταν τόσο κοινότοπος/κλισέ που μπορούσες να μαντέψεις την επόμενη ατάκα.

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

tired (en)