tired
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tired |
συγκριτικός | more tired |
υπερθετικός | most tired |
tired (en)
- κουρασμένος
- ⮡ My legs are tired.
- Τα πόδια μου είναι κουρασμένα.
- ⮡ The players have gotten tired.
- Οι παίκτες έχουν κουραστεί.
- ⮡ The soccer player has got tired of running.
- Ο ποδοσφαιριστής έχει κουραστεί να τρέχει.
- ⮡ My brain was tired after so many hours at school.
- Κουράστηκε ο εγκέφαλος μου μετά από τόσες πολλές ώρες στο σχολείο.
- ⮡ My legs are tired.
- βαριέμαι, μπουχτίζω
- ⮡ I was tired of/I got tired of waiting and left.
- Βαρέθηκα να περιμένω κι έφυγα.
- ⮡ I got tired of eating/listening to the same things.
- Μπούχτισα να τρώω/να ακούω τα ίδια και τα ίδια.
- ⮡ I was tired of/I got tired of waiting and left.
- κοινότοπος, κλισέ, βαρετό γιατί έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ
- ⮡ The movie’s dialogue was so tired that you could guess the next line.
- Ο διάλογος της ταινίας ήταν τόσο κοινότοπος/κλισέ που μπορούσες να μαντέψεις την επόμενη ατάκα.
- ⮡ The movie’s dialogue was so tired that you could guess the next line.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαtired (en)