• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

tired

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Επίθετο Επεξεργασία

tired (en)

  1. κουρασμένος
  2. μπουχτισμένος
  3. πολυχρησιμοποιημένος, κλισέ

  Ρηματικός τύπος Επεξεργασία

tired (en)

  • αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του tire
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=tired&oldid=5591009"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Σεπτεμβρίου 2022, στις 18:50

Γλώσσες

    • العربية
    • বাংলা
    • Brezhoneg
    • Català
    • Corsu
    • Čeština
    • Cymraeg
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Esperanto
    • Español
    • Eesti
    • Suomi
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Magyar
    • Հայերեն
    • Bahasa Indonesia
    • Italiano
    • 日本語
    • Қазақша
    • ಕನ್ನಡ
    • 한국어
    • Kurdî
    • Limburgs
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • မြန်မာဘာသာ
    • Nederlands
    • Oromoo
    • Polski
    • Русский
    • سنڌي
    • Sängö
    • Simple English
    • Gagana Samoa
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • ไทย
    • Türkçe
    • Українська
    • اردو
    • Vèneto
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Σεπτεμβρίου 2022, στις 18:50.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie