κλισέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κλισέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cliché[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακλισέ ουδέτερο άκλιτο
- τυποποιημένη και πολυχρησιμοποιημένη, τετριμμένη έκφραση ή μοτίβο, κοινοτοπία
- τυποποιημένο μοφολογικό στυλ
- περιχαρακωμένο ιδεοληπτικό στερεότυπο→ δεξιός, αριστερός κ.α.
- η ένταξη ενός ατόμου σε συγκεκριμένο πλαίσιο (κατεύθυνση) από εξωτερικά ερεθίσματα, που υφίσταται, όπως, για παράδειγμα, από ΜΜΕ χωρίς ν΄ αποκλίνει αισθητά απ΄ αυτό.
- τυποποίηση προγραμματισμού, γραφιστικής και γραφικών τεχνών, αρχιτεκτονικής, φωτογραφίας κτλ. βάση προτύπων είτε για ταχύτερη παραγωγή είτε για λόγους συμβατότητας
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ κλισέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας