ενικός         πληθυντικός  
cliché clichés

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cliché (fr) αρσενικό

  1. η φωτογραφία
  2. η κοινοτοπία, η κοινοτυπία
  3. το στερεότυπο