κοινοτυπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοινοτυπία < ουσιαστικό κοινοτοπία, με αντικατάσταση του δεύτερου συνθετικού τόπος (όπως κοινός τόπος) με -τυπία [1] < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική common type (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.no.tiˈpi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐νο‐τυ‐πί‐α
- παρώνυμο: κοινοτοπία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοινοτυπία θηλυκό [2]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) πολύ συνηθισμένος, κυριολεκτικά: πολύ συνηθισμένη μορφή
- (γλωσσικό λάθος) κοινοτοπία
- ⮡ Σύμφωνα με σχόλια λεξικών το κοινοτυπία είναι «εσφαλμ. τ.» (εσφαλμένος τύπος)[3] του κοινοτοπία. ενώ άλλα δεν το περιλαμβάνουν στο λημματολόγιό τους
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοινοτυπία
→ δείτε τη λέξη κοινοτοπία |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «κοινοτοπία», σχόλιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ κοινοτυπία — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
- ↑ «κοινοτυπία» εσφαλμ.τ. - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)