εσφαλμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εσφαλμένος < αρχαία ελληνική ἐσφαλμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σφάλλω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική erroné)
Μετοχή επεξεργασία
εσφαλμένος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σφάλλω