Ετυμολογία

επεξεργασία
σφάλλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σφάλλω (κάνω κάτι να πέσει), σφάλλομαι (κάνε λάθος)[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)gʷʰh₂el-

σφάλλω, πρτ.: έσφαλλα, αόρ.: έσφαλα, μτχ.π.π.: εσφαλμένος (χωρίς παθητική φωνή)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά

επεξεργασία