λανθασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λανθασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λανθάνω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική λαθεμένος)
Μετοχή
επεξεργασίαλανθασμένος -η -ο
- που είναι λάθος, δεν είναι σωστός
- έδωσε δύο λανθασμένες απαντήσεις και κόπηκε στις εξετάσεις για την άδεια οδήγησης