Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λανθασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λανθασμέν
ος
η
λανθασμέν
η
το
λανθασμέν
ο
γενική
του
λανθασμέν
ου
της
λανθασμέν
ης
του
λανθασμέν
ου
αιτιατική
τον
λανθασμέν
ο
τη
λανθασμέν
η
το
λανθασμέν
ο
κλητική
λανθασμέν
ε
λανθασμέν
η
λανθασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λανθασμέν
οι
οι
λανθασμέν
ες
τα
λανθασμέν
α
γενική
των
λανθασμέν
ων
των
λανθασμέν
ων
των
λανθασμέν
ων
αιτιατική
τους
λανθασμέν
ους
τις
λανθασμέν
ες
τα
λανθασμέν
α
κλητική
λανθασμέν
οι
λανθασμέν
ες
λανθασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λανθασμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
λανθάνω
(
(
μεταφραστικό δάνειο
)
νέα ελληνική
λαθεμένος
)
Μετοχή
επεξεργασία
λανθασμένος
-η -ο
που είναι
λάθος
, δεν είναι
σωστός
έδωσε δύο
λανθασμένες
απαντήσεις και κόπηκε στις εξετάσεις για την άδεια οδήγησης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λανθασμένος
αγγλικά
:
erroneous
(en)
,
incorrect
(en)
,
mistaken
(en)
γαλλικά
:
erroné
(fr)
,
faux
(fr)
ισπανικά
:
incorrecto
(es)
,
falso
(es)