λανθάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λανθάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λανθάνω
Ρήμα
επεξεργασίαλανθάνω, πρτ.: λάνθανα, μτχ.π.π.: λανθασμένος, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- παραμένω κρυμμένος, δεν είμαι εμφανής δεν γίνομαι αντιληπτός
- (καταχρηστικά) λαθεύω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία λανθάνω
|
Πηγές
επεξεργασία- λανθάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | λανθάνω, λήθω | λανθάνομαι, λήθομαι |
Παρατατικός | ἐλάνθανον, ἔληθον | σύνθ. -ελανθανόμην |
Μέλλοντας | λήσω | λήσομαι & λησθήσομαι |
Αόριστος | ἔλαθον, ελληνιστική ἔλησα | ἐλησάμην & ἐλαθόμην & ἐλήσθην |
Παρακείμενος | λέληθα | λέλησμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐλελήθειν | σύνθ. -ελελήσμην |
Συντελ.Μέλλ. | λελήσομαι |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λανθάνω, ήδη ομηρικό < θέμα λαθ- + ρινικό ένθημα -ν- + -άνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lh₂-n-dʰ- < *leh₂-dʰ- < *leh₂- (κρύβομαι)
Ρήμα
επεξεργασίαλανθάνω, μέσο λανθάνομαι
- (+ αιτιατική) παραμένω κρυμμένος, διαφεύγω την προσοχή κάποιου
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 277 (στίχοι 276-277)
- ἐν γαίῃ δ᾽ ἐπάγη· ἀνὰ δ᾽ ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη, | ἂψ δ᾽ Ἀχιλῆϊ δίδου, λάθε δ᾽ Ἕκτορα, ποιμένα λαῶν.
- και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει | και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ἐν γαίῃ δ᾽ ἐπάγη· ἀνὰ δ᾽ ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη, | ἂψ δ᾽ Ἀχιλῆϊ δίδου, λάθε δ᾽ Ἕκτορα, ποιμένα λαῶν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 277 (στίχοι 276-277)
- (με κατηγορηματική μετοχή η οποία μεταφράζεται ως ρήμα) κρυφά, απαρατήρητος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 718-722
- δή ῥα τόθ᾽ οἱ μὲν πρόσθε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι
- μάρναντο Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ,
- οἱ δ᾽ ὄπιθεν βάλλοντες ἐλάνθανον· οὐδέ τι χάρμης
- Τρῶες μιμνήσκοντο· συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί.
- Έτσι με τα λαμπρ᾽ άρματα του Αίαντος τα πλήθη
- εμπρός στον θείον Έκτορα κτυπούσαν και τους Τρώας,
- και όπισθεν ρίχναν οι Λοκροί χωρίς να τους νοήσουν,
- τόσο σφοδρά που εδείλιασαν από τα βέλ᾽ οι Τρώες.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- χωρίς να το καταλάβω
- ※ 5ος αι. πκε Ιστορίαι Ηροδότου, Κλειώ 44.1
- διότι δὴ οἰκίοισι ὑποδεξάμενος τὸν ξεῖνον φονέα τοῦ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων, τὸν δὲ ἑταιρήιον, ὡς φύλακα συμπέμψας αὐτὸν εὑρήκοι πολεμιώτατον
- γιατί μέσα στο σπίτι του δέχτηκε τον ξένο και δίχως να το ξέρει έτρεφε το φονιά του παιδιού του· το θεό της φιλίας, γιατί μόλο που τον έστειλε ως φύλακα του γιου του, του βγήκε ο χειρότερος εχθρός
- μετάφραση Μαρωνίτη Ηρόδοτος@greek‑language.gr
- διότι δὴ οἰκίοισι ὑποδεξάμενος τὸν ξεῖνον φονέα τοῦ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων, τὸν δὲ ἑταιρήιον, ὡς φύλακα συμπέμψας αὐτὸν εὑρήκοι πολεμιώτατον
- ※ 5ος αι. πκε Ιστορίαι Ηροδότου, Κλειώ 44.1
- μεσοπαθητική φωνή:
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- θέμα λαθ-
- ἀλάθεια
- ἀλαθείς
- ἀλαθής
- ἀλάθητος
- λαθητικός
- λάθα
- λαθάνεμος
- λαθασμός
- λάθησις
- λαθιφροσύνη
- λαθίφρων
- λαθίφθογγος
- λαθιπήμων
- λαθικηδής
- λαθίνοστος
- λαθίποινος
- λαθιπορφυρίς
- λάθος
- λάθρα
- λαθράδαν
- λαθραιόκοιτος
- λαθραιοπραγέω
- λαθραῖος
- λαθραῖς
- λαθρακάζων
- λαθρεπίβουλος
- λάθρῃ
- λαθρηδόν
- λαθρίδιος
- λαθριμαῖος
- λάθριος
- λαθρόβολος
- λαθροβόλος
- λαθροδάκνης
- λαθροφαγέω
- λαθροκοιτέω
- λαθρόνυμφος
- λαθρόπινος
- λαθροπόδης
- νυκτιλαθραιοφάγος
- θέμα ληθ-
- ἀληθάργητος
- ἀλήθεια
- ἀληθείη
- ἀληθείς
- ἀλήθευσις
- ἀληθευτής
- ἀληθευτικός
- ἀληθεύω
- ἀληθής
- ἀληθινολογέω
- ἀληθινολογία
- ἀληθινόν
- ἀληθινόπινος
- ἀληθινοπόρφυρος
- ἀληθινός
- ἀληθοεπής
- ἀληθόμαντις
- ἀληθομυθέω
- ἀληθόμυθος
- ἀληθορκέω
- ἀληθοσύνη
- ἀληθότης
- ἀληθουργής
- ἀλήθω
- ἀναλήθης
- ἀπαληθεύω
- αὐτοαληθές
- αὐτοαληθῶς
- ἐξαληθίζομαι
- ἐναλήθης
- ἐπαληθεύω
- ἐπιλήθης
- ἐπίληθος
- λήθαιος
- ληθάνεμος
- ληθάνω
- ληθαργέω
- ληθαργία
- ληθαργικός
- λήθαργος
- ληθαργώδης
- ληθεδανός
- ληθεδών
- λήθη
- ληθηκέα
- ληθήμων
- λήθιος
- ληθομέριμνος
- λῆθον
- λῆθος
- ληθοσύνη
- ληθότης
- ληθώδης
- μισαλήθης
- παναληθής
- πανταληθής
- περιαληθής
- συναληθεύω
- συναλήθω
- φιλαλήθεια
- φιλαλήθης
- θέμα λησ- από θέμα ληθ-
- θέμα λασ-
Κλίση
επεξεργασία λαθάνω - ενεργητικοί τύποι
|
λαθάνομαι - μεσοπαθητικοί τύποι
|
Ρηματικοί τύποι:
- δωρικός τύπος : απαρέμφατο ενεστ. λᾱθέμεν
- επικός τύπος : παρατ. λῆθον
- ιωνικός τύπος : γ' ενικ. λήθεσκεν
- δωρικός τύπος : μελλ. λᾱσῶ
- αττικός τύπος : β' ενικ. υπερσ. ἐλελήθης
- αττικός τύπος : γ' ενικ. υπερσ. ἐλελήθη
- ιωνικός τύπος : γ' ενικ. υπερσ. ἐλελήθεε
- δωρικός τύπος : παθητική φωνή, ενεστ. λάθομαι
- επικός τύπος : παθητική φωνή παρατ. λανθανόμην
- δωρικός τύπος : παθητική φωνή, μελλ. λᾱσεῦμαι
- δωρικός τύπος : παθητική φωνή, απαρέμφατο αορ. λασθῆμεν
- επικός τύπος : παθητική φωνή, παρακ. λέλασμαι
Πηγές
επεξεργασία- λανθάνω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- λανθάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λανθάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.