Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λανθάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λανθάνω

  Ρήμα επεξεργασία

λανθάνω, πρτ.: λάνθανα, μτχ.π.π.: λανθασμένος, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. παραμένω κρυμμένος, δεν είμαι εμφανής δεν γίνομαι αντιληπτός
  2. (καταχρηστικά) λαθεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  λανθάνω, λήθω   λανθάνομαι, λήθομαι 
Παρατατικός  ἐλάνθανον, ἔληθον   σύνθ. -ελανθανόμην 
Μέλλοντας  λήσω   λήσομαι & λησθήσομαι  
Αόριστος  ἔλαθον, ελληνιστική ἔλησα   ἐλησάμην & ἐλαθόμην & ἐλήσθην 
Παρακείμενος  λέληθα   λέλησμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐλελήθειν   σύνθ. -ελελήσμην 
Συντελ.Μέλλ.  λελήσομαι 

  Ετυμολογία επεξεργασία

λανθάνω, ήδη ομηρικό < θέμα λαθ- + ρινικό ένθημα -ν- + -άνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lh₂-n-dʰ- < *leh₂-dʰ- < *leh₂- ‎(κρύβομαι)

  Ρήμα επεξεργασία

λανθάνω, μέσο λανθάνομαι

  1. (+ αιτιατική) παραμένω κρυμμένος, διαφεύγω την προσοχή κάποιου
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 277 (στίχοι 276-277)
    ἐν γαίῃ δ᾽ ἐπάγη· ἀνὰ δ᾽ ἥρπασε Παλλὰς Ἀθήνη, | ἂψ δ᾽ Ἀχιλῆϊ δίδου, λάθε δ᾽ Ἕκτορα, ποιμένα λαῶν.
    και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει | και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  2. (με κατηγορηματική μετοχή η οποία μεταφράζεται ως ρήμα) κρυφά, απαρατήρητος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 13 (Ν. Μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσί.), στίχ. 718-722
    δή ῥα τόθ᾽ οἱ μὲν πρόσθε σὺν ἔντεσι δαιδαλέοισι
    μάρναντο Τρωσίν τε καὶ Ἕκτορι χαλκοκορυστῇ,
    οἱ δ᾽ ὄπιθεν βάλλοντες ἐλάνθανον· οὐδέ τι χάρμης
    Τρῶες μιμνήσκοντο· συνεκλόνεον γὰρ ὀϊστοί.
    Έτσι με τα λαμπρ᾽ άρματα του Αίαντος τα πλήθη
    εμπρός στον θείον Έκτορα κτυπούσαν και τους Τρώας,
    και όπισθεν ρίχναν οι Λοκροί χωρίς να τους νοήσουν,
    τόσο σφοδρά που εδείλιασαν από τα βέλ᾽ οι Τρώες.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  3. χωρίς να το καταλάβω
    ※  5ος αι. πκε Ιστορίαι Ηροδότου, Κλειώ 44.1
    διότι δὴ οἰκίοισι ὑποδεξάμενος τὸν ξεῖνον φονέα τοῦ παιδὸς ἐλάνθανε βόσκων, τὸν δὲ ἑταιρήιον, ὡς φύλακα συμπέμψας αὐτὸν εὑρήκοι πολεμιώτατον
    γιατί μέσα στο σπίτι του δέχτηκε τον ξένο και δίχως να το ξέρει έτρεφε το φονιά του παιδιού του· το θεό της φιλίας, γιατί μόλο που τον έστειλε ως φύλακα του γιου του, του βγήκε ο χειρότερος εχθρός
    μετάφραση Μαρωνίτη Ηρόδοτος@greek‑language.gr
  4. μεσοπαθητική φωνή:
  1. κρατώ κάτι κρυμμένο από τον εαυτό μου, λησμονώ
  2. λησμονώ από πρόθεση, παραμελώ, παραλείπω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  • θέμα λαθ-
  • θέμα ληθ-
  • θέμα λησ- από θέμα ληθ-
  • θέμα λασ-

Κλίση επεξεργασία

Ρηματικοί τύποι:

  Πηγές επεξεργασία