ἄληστος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄληστος | τὸ | ἄληστον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀλήστου | τοῦ | ἀλήστου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀλήστῳ | τῷ | ἀλήστῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄληστον | τὸ | ἄληστον | ||
κλητική ὦ! | ἄληστε | ἄληστον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄληστοι | τὰ | ἄληστᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀλήστων | τῶν | ἀλήστων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀλήστοις | τοῖς | ἀλήστοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀλήστους | τὰ | ἄληστᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἄληστοι | ἄληστᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλήστω | τὼ | ἀλήστω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλήστοιν | τοῖν | ἀλήστοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄληστος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄλαστος < ἄ- στερητικό + θέμα λησ- → και δείτε τη λέξη ἄλαστος
Επίθετο
επεξεργασίαἄληστος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ιωνικός τύπος του ἄλαστος
- αλησμόνητος, αξέχαστος
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Virtutibus, 176 @scaife.perseus
- ἐν δὲ ψυχαῖς ἡ ἄληστος μνήμη τῶν ἀξίων μνημονεύεσθαι δεύτερα δὲ τὰ κατ’ ἐπανόρδωσιν συνιστάμενα,
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Ηθικά, Αἴτια Ἑλληνικά, 25 @scaife.perseus
- ἀλλʼ ἀλάστωρ μὲν κέκληται ὁ ἄληστα καὶ πολὺν χρόνον μνημονευθησόμενα δεδρακώς, ἀλιτήριος δʼ ὃν ἀλεύασθαι καὶ φυλάξασθαι διὰ μοχθηρίαν καλῶς εἶχε.
- ※ 1ος κε αιώνας Φίλων ο Ιουδαίος, De Virtutibus, 176 @scaife.perseus
- που δε λησμονά, δεν ξεχνάει
- αλησμόνητος, αξέχαστος
Πηγές
επεξεργασία- ἄληστος, ἄλαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄληστος, ἄλαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.