Δείτε επίσης: *άληστος, ἄλαστος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄληστος τὸ ἄληστον
      γενική τοῦ/τῆς ἀλήστου τοῦ ἀλήστου
      δοτική τῷ/τῇ ἀλήστ τῷ ἀλήστ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄληστον τὸ ἄληστον
     κλητική ! ἄληστε ἄληστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄληστοι τὰ ἄληστ
      γενική τῶν ἀλήστων τῶν ἀλήστων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀλήστοις τοῖς ἀλήστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀλήστους τὰ ἄληστ
     κλητική ! ἄληστοι ἄληστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀλήστω τὼ ἀλήστω
      γεν-δοτ τοῖν ἀλήστοιν τοῖν ἀλήστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄληστος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄλαστος < ἄ- στερητικό + θέμα λησ- → και δείτε τη λέξη ἄλαστος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄληστος, -ος, -ον