↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η φιλαλήθης το φιλάληθες
      γενική του/της φιλαλήθους* του φιλαλήθους
    αιτιατική τον/τη φιλαλήθη το φιλάληθες
     κλητική φιλαλήθη φιλάληθες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλαλήθεις τα φιλαλήθη
      γενική των φιλαλήθων των φιλαλήθων
    αιτιατική τους/τις φιλαλήθεις τα φιλαλήθη
     κλητική φιλαλήθεις φιλαλήθη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλαλήθης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλαλήθης < φιλ- + αληθής

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλαλήθης, -ης, φιλάληθες [1] ή αρσενικό / θηλυκό[2]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φιλαλήθηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. φιλαλήθης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
φιλαληθεσ-
ονομαστική / φιλαλήθης τὸ φιλάληθες
      γενική τοῦ/τῆς φιλαλήθους τοῦ φιλαλήθους
      δοτική τῷ/τῇ φιλαλήθει τῷ φιλαλήθει
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλαλήθη τὸ φιλάληθες
     κλητική ! φιλάληθες φιλάληθες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλαλήθεις τὰ φιλαλήθη
      γενική τῶν φιλαλήθων τῶν φιλαλήθων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλαλήθεσ(ν) τοῖς φιλαλήθεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλαλήθεις τὰ φιλαλήθη
     κλητική ! φιλαλήθεις φιλαλήθη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλαλήθει τὼ φιλαλήθει
      γεν-δοτ τοῖν φιλαλήθοιν τοῖν φιλαλήθοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλαλήθης < φιλ- + ἀληθής

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλαλήθης, -ης, φιλάληθες, υπερθετικός: φιλαληθέστατος

Παράγωγα

επεξεργασία