Δείτε επίσης: αληθής
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀληθής τὸ ἀληθές
      γενική τοῦ/τῆς ἀληθοῦς τοῦ ἀληθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀληθεῖ
& ἀληθέϊ, (Ηρόδοτος)
τῷ ἀληθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀληθ τὸ ἀληθές
     κλητική ! ἀληθές ἀληθές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀληθεῖς τὰ ἀληθ
& ἀληθέα, (Όμηρος)
      γενική τῶν ἀληθῶν τῶν ἀληθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀληθέσ(ν) τοῖς ἀληθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀληθεῖς τὰ ἀληθ
& ἀληθέα
     κλητική ! ἀληθεῖς ἀληθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀληθεῖ τὼ ἀληθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀληθοῖν τοῖν ἀληθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀληθής < ἀ- στερητικό + θέμα ληθ- (όπως στο λήθω / λανθάνω) + -ής