ἀληθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀληθής | τὸ | ἀληθές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀληθοῦς | τοῦ | ἀληθοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀληθεῖ & ἀληθέϊ, (Ηρόδοτος) |
τῷ | ἀληθεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀληθῆ | τὸ | ἀληθές | ||
κλητική ὦ! | ἀληθές | ἀληθές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀληθεῖς | τὰ | ἀληθῆ & ἀληθέα, (Όμηρος) | ||
γενική | τῶν | ἀληθῶν | τῶν | ἀληθῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀληθέσῐ(ν) | τοῖς | ἀληθέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀληθεῖς | τὰ | ἀληθῆ & ἀληθέα | ||
κλητική ὦ! | ἀληθεῖς | ἀληθῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀληθεῖ | τὼ | ἀληθεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀληθοῖν | τοῖν | ἀληθοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἀληθής, -ής, -ές
- (αρχική σημασία) που δεν ξεχνάει
- αληθής, αληθινός
- φιλαλήθης, ειλικρινής
- (για χρησμούς) αψευδής, βέβαιος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ἀληθομυθέω
- ἀληθόμαντις
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- ἀληθής - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀληθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀληθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.