Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψευδής η αψευδής το αψευδές
      γενική του αψευδούς* της αψευδούς του αψευδούς
    αιτιατική τον αψευδή την αψευδή το αψευδές
     κλητική αψευδή(ς) αψευδής αψευδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψευδείς οι αψευδείς τα αψευδή
      γενική των αψευδών των αψευδών των αψευδών
    αιτιατική τους αψευδείς τις αψευδείς τα αψευδή
     κλητική αψευδείς αψευδείς αψευδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψευδής < αρχαία ελληνική ἀψευδής

  Επίθετο επεξεργασία

αψευδής,ής,ές

  1. εκείνος που σίγουρα δεν αποτελεί ψεύδος, που είναι αδύνατον να διαψευσθεί, ο βέβαιος, ο τεκμηριωμένος, ο απολύτως αληθής, ο αδιάψευστος, ο βεβαιωμένα ακριβής
    • ο αψευδής μάρτυρας, η αψευδής μαρτυρία
    • Εἰς τήν κοιλάδα αὐτήν εἶναι τό τέλος. Μοί τό εἶπεν ἡ ἀψευδής φωνή (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Γυφτοπούλα).

  Μεταφράσεις επεξεργασία