πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψευδής η αψευδής το αψευδές
      γενική του αψευδούς* της αψευδούς του αψευδούς
    αιτιατική τον αψευδή την αψευδή το αψευδές
     κλητική αψευδή(ς) αψευδής αψευδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψευδείς οι αψευδείς τα αψευδή
      γενική των αψευδών των αψευδών των αψευδών
    αιτιατική τους αψευδείς τις αψευδείς τα αψευδή
     κλητική αψευδείς αψευδείς αψευδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

αψευδής,ής,ές

  1. εκείνος που σίγουρα δεν αποτελεί ψεύδος, που είναι αδύνατον να διαψευσθεί, ο βέβαιος, ο τεκμηριωμένος, ο απολύτως αληθής, ο αδιάψευστος, ο βεβαιωμένα ακριβής
    • ο αψευδής μάρτυρας, η αψευδής μαρτυρία
    • Εἰς τήν κοιλάδα αὐτήν εἶναι τό τέλος. Μοί τό εἶπεν ἡ ἀψευδής φωνή (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Γυφτοπούλα).

Μεταφράσεις

επεξεργασία