αψευδής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αψευδής < αρχαία ελληνική ἀψευδής
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αψευδής,ής,ές
- εκείνος που σίγουρα δεν αποτελεί ψεύδος, που είναι αδύνατον να διαψευσθεί, ο βέβαιος, ο τεκμηριωμένος, ο απολύτως αληθής, ο αδιάψευστος, ο βεβαιωμένα ακριβής
- ο αψευδής μάρτυρας, η αψευδής μαρτυρία
- Εἰς τήν κοιλάδα αὐτήν εἶναι τό τέλος. Μοί τό εἶπεν ἡ ἀψευδής φωνή (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η Γυφτοπούλα).
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αψευδής