Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδιάψευστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αδιάψευστ
ος
η
αδιάψευστ
η
το
αδιάψευστ
ο
γενική
του
αδιάψευστ
ου
της
αδιάψευστ
ης
του
αδιάψευστ
ου
αιτιατική
τον
αδιάψευστ
ο
την
αδιάψευστ
η
το
αδιάψευστ
ο
κλητική
αδιάψευστ
ε
αδιάψευστ
η
αδιάψευστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αδιάψευστ
οι
οι
αδιάψευστ
ες
τα
αδιάψευστ
α
γενική
των
αδιάψευστ
ων
των
αδιάψευστ
ων
των
αδιάψευστ
ων
αιτιατική
τους
αδιάψευστ
ους
τις
αδιάψευστ
ες
τα
αδιάψευστ
α
κλητική
αδιάψευστ
οι
αδιάψευστ
ες
αδιάψευστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδιάψευστος
<
α-
στερητικό +
διαψεύδω
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αδιάψευστος, -η, -ο
που λέει αποδεδειγμένα την
αλήθεια
και δεν μπορεί κανείς να τον
διαψεύσει
αδιάψευστος
μάρτυρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδιάψευστος
αγγλικά
:
indisputable
(en)
γαλλικά
:
irréfutable
(fr)