indisputable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαindisputable (en)
- ολοφάνερα αληθινός, αναμφίβολος, αναντίρρητος, που δε χρειάζεται να συζητηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indisputable | indisputables |
Επίθετο
επεξεργασίαindisputable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ολοφάνερα αληθινός, αναμφίβολος, αναντίρρητος, αδιαφιλονίκητος που δε χρειάζεται να συζητηθεί