Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδιαφιλονίκητος η αδιαφιλονίκητη το αδιαφιλονίκητο
      γενική του αδιαφιλονίκητου της αδιαφιλονίκητης του αδιαφιλονίκητου
    αιτιατική τον αδιαφιλονίκητο την αδιαφιλονίκητη το αδιαφιλονίκητο
     κλητική αδιαφιλονίκητε αδιαφιλονίκητη αδιαφιλονίκητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδιαφιλονίκητοι οι αδιαφιλονίκητες τα αδιαφιλονίκητα
      γενική των αδιαφιλονίκητων των αδιαφιλονίκητων των αδιαφιλονίκητων
    αιτιατική τους αδιαφιλονίκητους τις αδιαφιλονίκητες τα αδιαφιλονίκητα
     κλητική αδιαφιλονίκητοι αδιαφιλονίκητες αδιαφιλονίκητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδιαφιλονίκητος < α- στερητικό + (διαφιλονικώ) διαφιλονικη- + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incontestable, indisputable[1]

  Επίθετο επεξεργασία

αδιαφιλονίκητος -η -ο

  • για κάτι ή κάποιον επί του οποίου (συνήθως: για την υπεροχή του οποίου) δεν υπάρχει καμιά διαφωνία ή αμφισβήτηση
    ήταν ο αδιαφιλονίκητος νικητής του διαγωνισμού

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία