Δείτε επίσης: φιλονικῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

φιλονικώ, πρτ.: φιλονικούσα, στ.μέλλ.: θα φιλονικήσω, αόρ.: φιλονίκησα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία