Δείτε επίσης: φιλονικῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φιλονικώ < αρχαία ελληνική φιλονικέω / φιλονικῶ < φιλόνικος

  Ρήμα επεξεργασία

φιλονικώ, πρτ.: φιλονικούσα, στ.μέλλ.: θα φιλονικήσω, αόρ.: φιλονίκησα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία