↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόνικος η φιλόνικη το φιλόνικο
      γενική του φιλόνικου της φιλόνικης του φιλόνικου
    αιτιατική τον φιλόνικο τη φιλόνικη το φιλόνικο
     κλητική φιλόνικε φιλόνικη φιλόνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόνικοι οι φιλόνικες τα φιλόνικα
      γενική των φιλόνικων των φιλόνικων των φιλόνικων
    αιτιατική τους φιλόνικους τις φιλόνικες τα φιλόνικα
     κλητική φιλόνικοι φιλόνικες φιλόνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλόνικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόνικος / φιλόνεικος < φιλό-0 + νεῖκος

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλόνικος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φιλόνικος τὸ φιλόνικον
      γενική τοῦ/τῆς φιλονίκου τοῦ φιλονίκου
      δοτική τῷ/τῇ φιλονίκ τῷ φιλονίκ
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλόνικον τὸ φιλόνικον
     κλητική ! φιλόνικε φιλόνικον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλόνικοι τὰ φιλόνικ
      γενική τῶν φιλονίκων τῶν φιλονίκων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλονίκοις τοῖς φιλονίκοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλονίκους τὰ φιλόνικ
     κλητική ! φιλόνικοι φιλόνικ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλονίκω τὼ φιλονίκω
      γεν-δοτ τοῖν φιλονίκοιν τοῖν φιλονίκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα