φιλόνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλόνικος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόνικος / φιλόνεικος < φιλό-0 + νεῖκος
Επίθετο
επεξεργασίαφιλόνικος, -η, -ο
- που του αρέσει να νικά πάντα και παντού, να πρωτεύει, να φιλονικεί, να ερίζει, ο φίλερις, ο εριστικός, ο πεισματάρης και ισχυρογνώμων
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλόνικος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φιλόνικος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φιλόνικος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.